ἁβρόπλουτος

From LSJ
Revision as of 19:21, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁβρόπλουτος Medium diacritics: ἁβρόπλουτος Low diacritics: αβρόπλουτος Capitals: ΑΒΡΟΠΛΟΥΤΟΣ
Transliteration A: habróploutos Transliteration B: habroploutos Transliteration C: avroploutos Beta Code: a(bro/ploutos

English (LSJ)

ον,

   A richly luxuriant, χαίτη E.IT1148.

Greek (Liddell-Scott)

ἁβρόπλουτος: -ον, πλουσίως χλιδανός, Εὐρ. Ι. Τ. 1148. Περὶ τοῦ χωρίου τούτου, ἐν ᾧ εὑρίσκεται ἡ λέξις αὕτη, οὐδόλως συμφωνοῦσιν οἱ φιλόλογοι· ὁ Γ. Δινδόρφιος ἔχει: «χαίτας ἁβρόπλουτον ἐς ἔριν ὀρνυμένα», ὁ Πάλεϋ: «χαίτας τ’ εἰς ἔριν ἁβρόπλουτον ὀρνυμένα», κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
luxuriant, opulent.
Étymologie: ἁβρός, πλοῦτος.