ἀγνωμονέω
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
English (LSJ)
A to be ἀγνώμων, act without right feeling, X.HG1.7.33; coupled with ἀδικεῖν, Zeno Stoic.1.69; ἀ. εἴς τινα to act unfeelingly or unfairly towards one, D.18.94, Men.Sam.292; πρός τινα Apollod. Com.7.6: with a neut.Adj., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὢν ἀγνωμόνει Trag.Adesp.112: abs., disregard a summons, be contumacious, PStrassb.41.16 (iii A.D.); ἀ. περί τινα, περί τι, Plu.Alc.19, Cam.28: c. acc., treat unfairly, τὴν πόλιν Him.Or.2.31:—Pass., to be so treated, Plu.2.484b; ἀγνωμονηθείς Id.Cam.18; ὑπὸ τοῦ πατρός POxy.237v40 (ii A.D.). 2 act ill-advisedly, Aq.1 Ki.13.13.
German (Pape)
[Seite 18] (f. ἀγνώμων), bei Xen. Hell. 1, 7, 33, unverständig, unbillig sein; bei den spät. Attik. schlecht handeln, εἴς τινα Dem. cor. 94; πρός τινα ibd. 248, wie Phoc. 27; sehr oft bei Plut. περί τι und τινα, z. B. Cam. 28 Alc. 19 (Num. 12 absol. dem εὐγνωμονεῖν, recht handeln, entggstzt; Vit. Pud. 13 ἀγνωμονῶν καὶ ἀδικῶν); vgl. Apollon. com. Stob. Flor. 116, 35, auch öfter im pass. beleidigt, ungerecht behandelt sein, z. B. Cam. 18 Ant. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγνωμονέω: εἰμὶ ἀγνώμων, ἐνεργῶ ἄνευ τῆς προσηκούσης καλῆς διαθέσεως, φέρομαι κακῶς, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7. 33· ἀγν. εἰς ἢ πρός τινα, φέρομαι κακῶς ἢ ἀδίκως πρός τινα, Δημ. 257. 14, (κατὰ πρκμ.) 309. 25, Ἀπολλόδ. ἐν «Λακαίνῃ» 1· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., μή νυν τὰ θνητὰ θνητὸς ὤν ἀγνωμόνει, Τραγ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 521· ἀγν. περί τινα, περί τι, Πλουτ. Κάμ. 28, Ἀλκιβ. 19. ― Παθ., μὲ μεταχειρίζεταί τις κακῶς ἢ ἀδίκως καὶ ἀπρεπῶς, ὁ αὐτ. 2. 484Α· ἀγνωμονηθείς, ὁ αὐτ. Κάμ. 18. κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire preuve d’ignorance, d’inadvertance, d’ingratitude;
2 agir sans réflexion, sans ménagement, avec violence;
3 agir avec mauvaise foi : περί τι en vue de qch.
Étymologie: ἀγνώμων.