δορυξόος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
ον, contr. δορυ-ξοῦς, ουν, (ξέω)
A spear-polishing: maker of spears, Plu.Pel.12:—also δορυ-ξός, ὁ, Ar.Pax 447,1213; δορυ-ξύς, PTeb.278.4 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 660] zsgzgn δορυξοῦς, speerglättend; ὁ, der Lanzenschäfter; Plut. Pelop. 12; Poll. 7, 156.
Greek (Liddell-Scott)
δορυξόος: -ον, συνῃρ. -ξοῦς, οῦν, (ξέω) ὁ ξέων, λεαίνων δόρατα, δορατοποιός, Πλούτ. Πελοπ. 12· ― δορυξός, ὁ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 447, 1213.
French (Bailly abrégé)
-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν;
qui façonne des bois de lances.
Étymologie: δόρυ, ξέω.