δόκιμος
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
ον (Dor. α, ον Tab.Heracl.1.103), (δέχομαι)
A acceptable: hence, 1 of persons, trustworthy, Heraclit.28 (Sup.), Democr. 67; approved, esteemed, Hdt.1.65, al.; δ. παρά τινι Id.7.117; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, her noblest son, E.Supp. 277 (anap.): c. inf., of approved ability to do... δόκιμος δ' οὔτις . . εἴργειν A.Pers.87 (lyr.). 2 of things, excellent, τὸ ἔαρ -ώτατον Hdt.7.162; notable, considerable, ποταμός Id.7.129; approved, κριθὰ καθαρὰ δ. Tab.Heracl. l. c.; δ. ἀργύριον legal tender, D.35.24, cf. PLond.3.938.6 (iii A. D.); ὕμνος acceptable, Pi.N.3.11. 3 Adv. -μως really, genuinely, A.Pers.547 (lyr.), X.Cyr.1.6.7.
German (Pape)
[Seite 653] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γενέσθαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δόκιμος: -ον, (δέχομαι) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, κυρίως ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. καθόλου, 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, ἔγκριτος, τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. παρά τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , δόκιμος δ’ οὔτις… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, εὐάρεστος, τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· ὡσαύτως, μέγας, ποταμός, ὁ αὐτ. 7. 129· ὕμνος δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, εὐπρόσδεκτος εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. éprouvé, dont on a fait l’essai;
II. fig. éprouvé, qui a fait ses preuves ; d’où
1 considéré, estimé;
2 acceptable ; agréable;
3 considérable.
Étymologie: δοκέω.