βουδόρος
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
ον, (δέρω)
A flaying oxen, galling, Hes.Op.504 (βούδορα codd., βουδόρα Sch.T.ll.17.550, cf. Eust.1117.53). II for flaying, μάχαιρα Babr.97.7: as Subst., Hsch., prob. in Tim.Pers.28. 2 prov., β. νόμῳ of those who deserve flaying, Diogenian.3.66.
German (Pape)
[Seite 456] Rinder schindend, aufreibend, Hes. O. 502 ἤματα.
Greek (Liddell-Scott)
βουδόρος: -ον, (δέρω) ὁ δέρων, ἐκδέρων βοῦς, βασανίζων αὐτούς, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 502. ΙΙ. ὡς οὐσιαστικ., μάχαιρα πρὸς ἐκδοράν, Βάβρ. 97. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 où l’on écorche les bœufs;
2 ὁ βουδόρος couteau pour écorcher les bœufs.
Étymologie: βοῦς, δέρω.