δορυσθενής
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A v. δορι-.
German (Pape)
[Seite 660] ές, = δορισθενής, Aesch. Ch. 158; H. h. Mart. 3.
Greek (Liddell-Scott)
δορυσθενής: ἴδε ἐν λ. δορι-.