προσεπαιτιάομαι
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
A accuse besides, Plu.CG6.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu beschuldigen, anklagen, Plut. C. Graech. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπαιτιάομαι: ἀποθετ., κατηγορῶ προσέτι, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser en outre, acc..
Étymologie: πρός, ἐπαιτιάομαι.