ὁμοεθνής
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
ές,
A of the same people or race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3. 2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19 ; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.
German (Pape)
[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.