σύναυλος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
(A), ον, (αὐλός)
A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious, ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra.212 (lyr.): generally, in harmony with, ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El.879 (lyr.); ὅτε τις κύκνος . . ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10.
σύναυλ-ος (B), ον, (αὐλή)
A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj.611 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1005] mit, zusammen liegend, wohnend, χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν; Soph. O. R. 1126, vom Hirten gesagt; auch übertr., Αἴας θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, Ai. 605. mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύναυλος: -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως καθόλου, ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, ἁρμονικός, ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, παρεσύρθη ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνακρεόντ. 62. 10 (ἔνθα: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
accompagné de la flûte.
Étymologie: σύν, αὐλός.
2ος, ον :
qui couche, habite ou vit avec ; fig. σύναυλος θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.
Étymologie: σύν, αὐλή.