γαλεώτης
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ου, ὁ,
A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370. II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15. III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.
German (Pape)
[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.
Greek (Liddell-Scott)
γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.