ἀντίβασις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A resistance, Ph.Bel.73.14, Plu.Caes.38, etc.; πρός τι Id.2.584f; ἡ κατ' ἀντίβασιν ἁφή S.E.M.10.2; opp. ἐπέρεισις, Sor.2.10,cf. Antyll. ap. Orib.9.23.11. 2 ground of opposition(?), διαφόρου τετευχότα -σεως Phld.Sign.27. II in the ballista, counter-prop, Vitr.10.11.9.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, das Entgegentreten, Widerstand, Plut. Caes., oft, u. Sp. Bei Vitruv. 10, 15 Gegenbasis.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίβᾰσις: -εως, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλουτ. Καῖσ. 38, κτλ.· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 583Ε. ΙΙ. δευτέρα βάσις τοῦ κίονος, ἀντιστάτης, Βιτρούβ. 10. 15.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
opposition, résistance.
Étymologie: ἀντιβαίνω.