Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Full diacritics: ἀδᾰμαντόδετος | Medium diacritics: ἀδαμαντόδετος | Low diacritics: αδαμαντόδετος | Capitals: ΑΔΑΜΑΝΤΟΔΕΤΟΣ |
Transliteration A: adamantódetos | Transliteration B: adamantodetos | Transliteration C: adamantodetos | Beta Code: a)damanto/detos |
ον,
A iron-bound, λῦμαι A.Pr.148,426(lyr.).
ἀδᾱμαντόδετος: -ον, ὁ διὰ δεσμῶν ἐκ χάλυβος δεδεμένος, ἀδαμαντοδέτοισι λύμαις, Αἰσχύλ. Πρ. 148, 426 (λυρ.).
ος, ον :
enfermé dans des liens d’acier.
Étymologie: ἀδάμας, δέω.