ἀγριέλαιος
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A σκυτάλη AP9.237 (Erycius). II as Subst., = ἀγριελαία, Theoc. 7.18, Thphr.HP2.2.5, Ep.Rom.11.17, etc.
German (Pape)
[Seite 23] ἡ, wilder Oelbaum, Theocr. 7, 18. 25, 21; Theophr. – Auch adj., σκυτάλη, vom wilden Oelbaum, Eryc. 4 (IX, 237).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριέλαιος: -ον, ἐπὶ τῆς ἀγρίας ἐλαίας, Ἀνθ. Π. 9. 237. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = ἀγριελαία, Θεόκρ. 7. 18, Θεόφρ. Ἱ. Φ, 2. 3, 5, Ἐπιστ. π. Ῥωμ. ια΄, 17. - Περὶ μεταγενεστέρων τοιούτων τύπων, ὡς ἀγριο-βάλανος, κτλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 382.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’olivier sauvage ; subst. ἡ ἀγριέλαιος olivier sauvage, oléastre.
Étymologie: ἄγριος, ἐλαία.
Ant. καλλιέλαιος.
Syn. ἔλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.