ἄθεσμος
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ον,
A = ἀθέσμιος, LXX 3 Ma.5.12, Ph.2.165, J.BJ7.8.1, Plu. Caes.10. Adv. -μως LXX 3 Ma.6.26 (v.l.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 46] gesetzlos, ungerecht, ἀθέσμοις ἐπιχειρεῖν Plut. Caes. 10; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθεσμος: -ον, = ἀθέσμιος, Φίλων 2. 165. Πλουτ. Καῖσ. 10. -Ἐπίρρ. -μως, «ἀθέσμως, παρανόμως», Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
illicite, inique, criminel.
Étymologie: ἀ, θεσμός.