ἀκοντιστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in throwing the dart, X.Cyr.7.5.63: Sup., ib.6.2.4; -κά, τά, art of throwing the dart, Pl.Thg.126b; -κή, ἡ, Ael.Tact. Praef., Arr.Tact.Praef. Adv. -κῶς Poll.3.151.
German (Pape)
[Seite 77] geschickt im Speerwerfen, Xen. Cyr. 7, 5, 63; superl. 6, 2, 4, wie Plat. Theag. 126 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοντιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ῥίπτειν ἀκόντιον, Ξεν. Κύρ. 7, 5, 63. - Ὑπερθ. αὐτόθι 6. 2, 4· τὰ ἀκοντιστικά, ἡ τέχνη τοῦ ἀκοντίζειν, Πλάτ. Θεάγ. 126Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
habile à lancer le javelot.
Étymologie: ἀκοντίζω.