νυστάζω

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυστάζω Medium diacritics: νυστάζω Low diacritics: νυστάζω Capitals: ΝΥΣΤΑΖΩ
Transliteration A: nystázō Transliteration B: nystazō Transliteration C: nystazo Beta Code: nusta/zw

English (LSJ)

fut. -άξω LXXIs.5.27 : aor.

   A ἐνύσταξα Thphr.Char.7.8, LXX 2 Ki.4.6, al. ; ἐνύστασα Dionys.Com.2.43, AP12.135 (Asclep.) :— mostly pres., to be half asleep, doze, νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδοις X.Cyr. 8.3.43 ; ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Pl.Ap.31a ; ὀφθαλμοὶ πλέοντες ὥσπερ τῶν νυσταζόντων Hp.Epid.7.17 ; οὐχὶ νυστάζειν ἔτι ὥρα ’στίν Ar.Av.639, cf. Xenarch.2.1, Com.Adesp.185 ; νυστάζοντος δικαστοῦ Pl.R.405c : metaph., ν. τε καὶ ἀπορεῖ Id.Ion533a ; τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει Id.Lg.747b ; ἔν τινι in a thing, Plu.2.675b.    2 hang the head, ἐδάκρυσεν καὶ ἐνύστασε APl.c. (Cf. Lith. snústi (stem snúd-) 'grow drowsy'.)

Greek (Liddell-Scott)

νυστάζω: μέλλ. -άξω, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ε΄, 27): ἀόρ. ἐνύσταξα Θεοφρ. Χαρακτ. (πρβλ. ἐπιν-), ἀλλὰ ἐνύστασα Διονύσ. Κωμ. ἐν «Θεσμοφόρῳ» 1. 43, Ἀνθ. Π. 12. 135· - κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστῶτα, ἐπινεύω κάτω διὰ τὴν ἐπιγινομένην ἐκ τοῦ ὕπνου καταφοράν, κυριεύομαι ὑπὸ ὕπνου, «μὲ παίρνει ὁ ὕπνος», νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδῃς Ξεν. Κύρ. 8. 3, 43· ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι Πλάτ. Ἀπολ. 31Α. 2) θέλω νὰ κοιμηθῶ, ἔχω διάθεσιν πρὸς ὕπνον, Λατ. dormito, οὐχὶ νυστάζειν γ’ ἔτι ὥρα ’στὶν Ἀριστοφ. Ὄρν. 639· νυστάζοντος δικαστοῦ Πλάτ. Πολ. 405C· - μεταφορ., ν. τε καὶ ἀπορεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 533Α· τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 747Β· ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 675Β. 3) κλίνω τὴν κεφαλήν, ἐδάκρυσε καὶ ἐνύσταξε Ἀνθ. Π. 12. 135. - (Ἴδε ἐν λέξ. νεύω καὶ πρβλ. νευστάζω).

French (Bailly abrégé)

f. νυστάξω, ao. ἐνύστασα et ἐνύσταξα, pf. inus.
laisser tomber la tête ; s’assoupir, s’endormir ; fig. être nonchalant, mou, négligent.
Étymologie: *νυστός, adj. verb. de νεύω.