νευστάζω

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευστάζω Medium diacritics: νευστάζω Low diacritics: νευστάζω Capitals: ΝΕΥΣΤΑΖΩ
Transliteration A: neustázō Transliteration B: neustazō Transliteration C: nefstazo Beta Code: neusta/zw

English (LSJ)

(νεύω) nod, νευστάζων κόρυθι βριαρῇ Il.20.162; ὀφρύσι νευστάζων, of one making signs, Od.12.194; ἧσται νευστάζων κεφαλῇ μεθύοντι ἐοικώς, of one fainting, 18.240, cf. 154, Theoc.25.260; ἐς χθόνα ν. BionFr.7.3; of an animal lowering its horns, Opp.C.2.467.

French (Bailly abrégé)

1 incliner la tête, se pencher ; secouer la tête;
2 faire signe de la tête ou des yeux.
Étymologie: νεύω.

German (Pape)

(Verstärkung von νεύω), nicken; ἔβη νευστάζων κόρυθι, Il. 20.162, er schritt einher mit nickendem, vorn überwallendem Helmbusch; ὀφρύσι, wie νεύω, mit den Augen (brauen) winken, ein Zeichen geben, Od. 12.194; anders κεφαλῇ, 18.240, von Einem, der den Kopf nicht mehr aufrecht halten kann, ihn vornüber sinken lassen, und ib. 154 als Zeichen des Unmuts; Theocr. 25.260; die Augen senken, Bion 3.3; κεφαλήν, Opp. Cyn. 2.466.

Russian (Dvoretsky)

νευστάζω:
1 качать, раскачивать (κόρυθι Hom.): νευστάζων κεφαλῇ Hom. с качающейся (бессильно болтающейся) головой, но тж. (сокрушенно) качая головой;
2 мигать, делать знак (ὀφρύσι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νευστάζω: (νεύω) κλίνω τὴν κεφαλήν, νευστάζων κόρυθι βριαρῇ, ἐπὶ πολεμιστοῦ ἀπειλοῦντος τὸν ἐχθρόν, Ἰλ. Υ. 162· ὀφρύσι νευστάζων, ποιῶν σημεῖα διὰ τῶν ὀφρύων, κάμνων νεύματα, Ὀδ. Μ. 194· ἧσται νευστάζων κεφαλῇ, μεθύοντι ἐοικώς, ἐπὶ ἀνθρώπου λιποθυμοῦντος, Σ. 240, πρβλ. 154, Θεόκρ. 25. 260· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, κλίνω τὴν κεφαλὴν ἐκ νυσταγμοῦ, ἀποκοιμῶμαι, ὡς τὸ νυστάζω, Βίων 3. 3.

English (Autenrieth)

(νεύω): keep nodding, nod κεφαλῇ, bending down the head, Od. 18.154 ; ὄφρυσι, of giving a sign, Od. 12.194.

Greek Monolingual

νευστάζω)
1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω
2. κάνω νεύμα («ὀφρύσι νευστάζων», Ομ. Οδ.)
3. νυστάζω, ανεβοκατεβάζω το κεφάλι από τη νύστα
αρχ.
(για ζώα) χαμηλώνω τα κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό μεταρηματ. παράγωγο του νεύω (πρβλ. βαστάζω, ελκυστάζω, ρυστάζω)].

Greek Monotonic

νευστάζω: (νεύω), μόνο στον ενεστ., κάνω νεύμα, κλίνω το κεφάλι, λέγεται για πολεμιστή που απειλεί τον εχθρό του, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λέγεται για κάποιον που κάνει νοήματα με τα φρύδια του, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για κάποιον που αποκοιμιέται, όπως το νυστάζω, στο ίδ.

Middle Liddell

νευστάζω, only in pres.] νεύω
to nod, of a warrior threatening his foe, Il.; of one making signs, Od.; of one fainting, Od.