δέμω

From LSJ
Revision as of 19:31, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέμω Medium diacritics: δέμω Low diacritics: δέμω Capitals: ΔΕΜΩ
Transliteration A: démō Transliteration B: demō Transliteration C: demo Beta Code: de/mw

English (LSJ)

rare in pres. and impf., Ep. impf.

   A δέμον Od.23.192, part. δέμων h.Merc.87: aor. ἔδειμα Il.21.446, Hdt.2.124, Ep. δεῖμα A.R. 3.37, subj. δείμομεν for δείμωμεν Il.7.337:—Med., aor. (v. infr.):— Pass., pf. δέδμημαι 6.249, etc., Dor. 3pl. δέδμανθ' Theoc.15.120: plpf. ἐδέδμητο Hdt.7.59,176:—build, τεῖχος ἔδειμαν Il.7.436, etc.; τείχη παλαιὰ δείμας E.Rh.232:—Med., ἐδείματο οἴκους he built him houses, Od.6.9; ἄστη Pl.Ax.370b.    2 generally, construct, prepare, δ. ἀλωήν h.Merc.87; δ. ὁδόν, Lat. munire viam, Hdt.2.124:— Pass., ἁμαξιτὸς δέδμηται Id.7.200: metaph. of persons, δέδμηνται πάση κόσμος Ἰαονίη Haussoullier MiletP.141.

German (Pape)

[Seite 545] bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιθάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους θ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 θάλαμοι ξεστοῖο λίθοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερθεν τεῖχος ἐδέδμητο χθαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ

Greek (Liddell-Scott)

δέμω: σπάν. κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., Ἐπ. παρατ. δέμον Ὀδ. Ψ. 192, μετοχ. δέμων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 87, 188· ἀόρ. ἔδειμα Ἰλ., Ἡρόδ.· Ἐπ. ὑποτακτ. δείμομεν Ἰλ. Η. 337. – Μέσ. ἀόρ. (ἴδε κατωτ.). – Παθ., πρκμ. δέδμημαι Ἰλ. Ἡρόδ.· ὑπερσυντέλ. ἐδέδμητο Ἡρόδ. 7. 59, 176. (Ἐκ τῆς √ΔΕΜ παράγονται καὶ τὰ δόμος, δομέω, δῶμα, καὶ πιθ. δέμας: πρβλ. Σανσκρ. damas (domus), dam-pati (οἰκοδεσπότης), Λατ. domus, domicilium· Γοτθ. tim-rjam (οἰκοδομεῖν), Παλαιο-Σκανδ. tim-bra, Ἀγγλ. –Σαξ. tim-briam (timber = ξυλεία πρὸς οἰκοδομήν)· Παλαιο-Γερμ. zimbran (zim-mern).), oἰκοδομῶ, κτίζω, τεῖχος ἔδειμαν Ἰλ. Η. 436, κτλ.· σπάν. παρὰ Τραγ. τείχη παλαιὰ δείμας ἑαυτὸν οἰκήματα, κατοικίαν, Ὀδ. Ζ. 9: - καθόλου, κατασκευάζω, παρασκευάζω, κάμνω, δ. ἀλωὴν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 87· ἕρκος ἀλωῆς αὐτόθι 188· δ. ὁδόν, ἀμαξιτόν, Λατ. munire viam, Ἡρόδ. 2. 124., 7. 100, ἔνθα ἴδε Wessel.

French (Bailly abrégé)

impf. poét. δέμον, f. inus., ao. ἔδειμα, pf. inus.
Pass. pf. δέδμημαι, pqp. ἐδεδμήμην;
1 bâtir, construire (une maison, un mur, etc.);
2 p. anal. façonner, construire en gén.
Moy. δέμομαι bâtir ou construire pour son usage.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δόμος, lat. domus.