παρέρπω
English (LSJ)
A creep secretly up to, Theoc.15.48 : aor. 1 παρείρπῠσα creep in, Ar.Ec. 511 ; of an orator, creep forward (to speak), ib.398. II Dor. = παριέναι, ἐς τῶ Ῥιττηνίω Schwyzer177.8(Crete, V B.C.); ἐν τὸ ἱερόν IG 5(2).514.3(Lycosura, ii B. C.) : aor. subj. παρένθῃ, inf.παρενθεῖν, ib.8, Theoc.15.60 ; μηδὲ παρερπέτω μηθεὶς ἀμύητος εἰς τὸν τόπον IG5(1).1390.36 (Andania, i B. C.); appear in public, Dialex.2.9. 2pass by, APl.1.11 (Hermocr.), Epigr.Gr.195 (Crete).
German (Pape)
[Seite 518] (ἕρπω), = παρερπύζω, Theocr. 15, 47 u. Sp, nur praes. u. imperf.
Greek (Liddell-Scott)
παρέρπω: καὶ παρερπύζω, ἕρπω κρυφίως, Θεόκρ. 15.48· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. α΄ παρείρπῠσα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 511. 2) κωμικ. ἀντὶ παριέναι (ἴδε πάρειμι IV. 2), ἐπὶ ῥήτορος, προβαίνω (ὅπως ὁμιλήσω), αὐτόθ. 398. ΙΙ. παρέρχομαι, Ἀνθολ. Πλαν. 4. 11, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 195.
French (Bailly abrégé)
1 se glisser furtivement;
2 passer le long de ou au delà de, acc..
Étymologie: παρά, ἕρπω.