ἐξασκέω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

αὐτὸν κέκρουκας τὸν βατῆρα τοῦ λόγου → you have struck the very threshold of the argument, you have struck the most important and chiefmost point

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξασκέω Medium diacritics: ἐξασκέω Low diacritics: εξασκέω Capitals: ΕΞΑΣΚΕΩ
Transliteration A: exaskéō Transliteration B: exaskeō Transliteration C: eksaskeo Beta Code: e)caske/w

English (LSJ)

   A adorn, deck out, equip, ἐσθῆτί τινα S.OC1603: c. dupl. acc., ἁγώ νιν ἐξήσκησά in which... E.Hel.1383 codd.; πλόκαμον ἐ. κόμης arrange or dress it, Id.El.1071:—Pass., to be adorned or furnished with, ὀργάνοισιν ἐξησκημένος Id.Rh.922; φυτοῖσιν Lyc.858; παισίν Luc.Am.10: abs., [ἡ χώρα] ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων ἐξήσκητο καὶ διεπεπόνητο Hell.Oxy.12.5; πώλους . . ἐξησκημένας decked out, ready, Eub.84; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον beautifully wrought, Luc.DMort.24.1.    II train thoroughly, τινά Pl.Clit.407b; τὸ ναυτικόν D.C.48.49:—Pass., to be trained or practised in, τι X.Eq.Mag.2.1; περί τι ὑπό τινος Plu.Nic.5.    2 practise, ἕξιν Id.Per.4; τέχνην Them.Or. 18.217c.

German (Pape)

[Seite 873] 1) ausrüsten, ausschmücken, vollständig versehen; λουτροῖς τέ νιν ἐσθῆτί τ' ἐξήσκησαν Soph. O. C. 1599; Eur. El. 1071 u. öfter, u. Sp.; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον Luc. D. Mart. 24, 1; ἐπεὶ αὐτῷ πάντα ἐδόκει ἐξησκῆσθαι τὰ πρὸς τὰς χρείας Pol. 20, 20, 8. – 2) genau, vollständig üben, Plat. Clitoph. 407 b; von Pferden, Xen. Hipp. 2, 11 u. Sp., wie D. Cass., bes. von militärischen Uebungen; περὶ γράμματα ἐξησκημένος Plut. Nic. 5; πρός τι, Ath. XII, 516 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξασκέω: περιποιοῦμαι, κοσμῶ, ἐνδύω, ἐσθῆτί τινα Σοφ. Οἰδ. Κ. 1603· ἀλλὰ μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ἁγώ νυν ἐξήσκησα Εὐρ. Ἑλ. 1383· πλόκαμον ἐξήσκεις κόμης, διηυθέτεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1071: - Παθ., ἐφοδιάζομαι μέ τι, περὶ τῶν Μουσῶν, ὀργάνοισιν ἐξησκημέναι ὁ αὐτὸς ἐν Ρήσῳ 922· φυτοῖσιν ἐξησκημένον, κεκοσμημένον. Λυκόφρων 858· ὁ μὲν γὰρ Ἀθηναῖος εὐμόρφοις παισὶν ἐξήσκητο, ἦτο εὐφωδιασμένος μὲ εὔμορφα παιδία, Λουκ. Ἔρωτ. 10· ἀπολ., πώλους… Κύπριδος ἐξησκημένας, ηὐτρεπισμένας, ἑτοίμους, Εὔβουλος ἐν «Παννυχίδι» 1· μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον, κομψῶς κατειργασμένον, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 24. 1. ΙΙ. ἐξασκῶ, γυμνάζω, ἐκδιδάσκω, τινα Πλάτ. Κλειτοφῶν 407Β· τὸ ναυτικὸν Δίων Κ. 48. 49· οὕτως, ἐξασκητέον σωφροσύνην Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 447. 29: - Παθ., ἐξασκοῦμαι ἢ γυμνάζομαι εἴς τι, τι Ξεν. Ἱππαρχ. 2. 1· περί τι Πλουτ. Νικ. 5. 2) κτῶμαι δι’ ἀσκήσεως, ἐξασκήσαντος ἕξιν ὁ αὐτὸς ἐν βίῳ Περικλ. 4· ἐξασκεῖν τέχνην Θεμίστ. 217C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. exercer avec soin, d’où
1 Pass. être exercé, s’exercer : τι, περί τι à qch;
2 avec un rég. de choses pratiquer (un art, etc.) acc.;
II. arranger avec soin : ἐσθῆτί τινα SOPH couvrir ou parer qqn d’un vêtement ; μνῆμα εἰς κάλλος ἐξησκημένον LUC monument travaillé avec art.
Étymologie: ἐξ, ἀσκέω.