διακριβόω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακρῑβόω Medium diacritics: διακριβόω Low diacritics: διακριβόω Capitals: ΔΙΑΚΡΙΒΟΩ
Transliteration A: diakribóō Transliteration B: diakriboō Transliteration C: diakrivoo Beta Code: diakribo/w

English (LSJ)

   A portray exactly, Ἔρωτα APl.4.204 (Praxiteles).    2 examne or discuss minutely or with precision, τὰς τάξεις X.Cyr.2.1.27; τὸν ὅρον Arist.SE169b15, cf.EN1178a23:—Med., Pl. Tht.184d; περί τινος Isoc.4.18:—Pass., διηκρίβωται the subject has been examined minutely, Arist.Rh.1366a21, cf. Phld.Herc.862.13; to be brought to exactness or perfection, Arist.EN1112b6, etc.; διηκριβωμένοι accomplished persons, Pl.Lg.965a; διηκρ. ἑρμηνεία Aristox. Harm.p.16M.; διηκρ. τέχναι Ath.12.511d.

German (Pape)

[Seite 584] genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 (Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; περί τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39.

Greek (Liddell-Scott)

διακρῑβόω: εἰκονίζω, παριστάνω ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) ἐξετάζω ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· περί τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ πρᾶγμα λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - ὡσαύτως ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 achever, parfaire ; part. pf. Pass. διηκριβωμένος, achevé, accompli;
2 examiner en détail ou à fond ; Pass. διηκρίβωται ARSTT la question a été soigneusement examinée;
Moy. διακριβόομαι-οῦμαι faire un examen détaillé ou approfondi.
Étymologie: διά, ἀκριβόω.