συμψηφίζω
From LSJ
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
English (LSJ)
A reckon together, count up, Act.Ap.19.19, PMag.Leid. W.9.4; reckon in, add, PMag.Leid.V.11.2. II Med., vote with, τινι Ar.Lys.142, cf. Poll.8.15:—Pass., App.BC3.22, Sammelb.7378.9 (ii A.D.), v.l. in LXXJe.29(49).21.
German (Pape)
[Seite 994] mit- od. zusammenrechnen, N. T.; – med. mitstimmen, συμψήφισαί μοι, Ar. Lys. 142.
Greek (Liddell-Scott)
συμψηφίζω: συγκαταλέγω, Πράξ. Ἀποστ. ιθʹ, 19. ― Παθητ., Ἐπιφάν., κλπ. ΙΙ. Μέσ., ψηφίζω μετά τινος, ψηφοφορῶ, τινι Ἀριστοφ. Λυσ. 142, πρβλ. Πολυδ. Ηʹ, 15˙ ― ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., Βυζ.
French (Bailly abrégé)
compter ensemble;
Moy. συμψηφίζομαι voter avec, être d’accord avec, τινι.
Étymologie: σύν, ψηφίζω.