φραγμός

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραγμός Medium diacritics: φραγμός Low diacritics: φραγμός Capitals: ΦΡΑΓΜΟΣ
Transliteration A: phragmós Transliteration B: phragmos Transliteration C: fragmos Beta Code: fragmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A fencing in, blocking up, τῆς ἀκουούσης πηγῆς S.OT1387.    2 intestinal obstruction, Cael.Aur.CP3.17.    II fence, paling, X.Cyn. 11.4, AP9.343 (Arch.) BGU1119.32 (i B. C.), Ev.Matt.21.33, etc.; hedge, Aesop.385; railing of the bridge over the Hellespont, Hdt. 7.36: fortification, ib.142; of the diaphragm, Hp.Flat.10, Arist.PA 672b20; of the shard of beetles, ib.682b17; of the teeth, Poll.2.93.    2 metaph., partition, Ep.Eph.2.14.    b nickname of a man with a bristly beard, Luc.Pseudol.27.

German (Pape)

[Seite 1302] ὁ, das Einschließen, Einzäunen, Umhegen; εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ' ἦν πηγῆς δι' ὤτων φραγμός Soph. O. R. 1387; das Befestigen, Her. 7, 36. 142; auch Zaun, Bedeckung, befestigter Ort, φραγμοί Archi. 23 (IX, 343).

Greek (Liddell-Scott)

φραγμός: ὁ, (φράσσω) φάξιμον, ἀλλ’ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ’ ἦν πηγῆς δι’ ὤτων φραγμὸς Σοφ Ο. Τ. 1387. ΙΙ. ὡς τὸ φράγμα, φράκτης, Ξεν. Κυν. 11, 4. κλπ.· ἐπὶ τοῦ φράκτου ὁ ὁποῖος κατεσκευάσθη ἑκατέρωθεν τῆς ὑπὲρ τὸν Ἐλλήσποντον γεφύρας, Ἡρόδ. 7. 36· ὀχύρωμα, αὐτόθι 142· ― λέγεται προσέτι ἐπὶ τοῦ διαφράγματος (ἴδε φρὴν Ι), Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 10, 3 ἐπὶ τοῦ κολεοῦ τῶν κανθάρων, αὐτόθι 4. 6, 4· ἐπὶ τῶν ὀδόντων (ἕρκος ὀδόντων), Παῦλ. Αἰγ., πρβλ. Πολυδ. Β΄, 93. 2) τόπος διὰ φράκτου ἀποκεχωρισμένος, περιπεφραγμένος, οἰονεὶ μάνδρα, Ἀνθ. Π. 9. 343. 3) μεταφορ., διαχώρισμα, μεσότοιχον, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 14 ― ἐπὶ ἀνθρώπου ἔχοντος δασεῖαν γενειάδα, Λουκ. Ψευδολ. 27.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 action de boucher;
2 clôture, palissade.
Étymologie: φράσσω.