προεννέπω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμή → customary price of artaba

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεννέπω Medium diacritics: προεννέπω Low diacritics: προεννέπω Capitals: ΠΡΟΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: proennépō Transliteration B: proennepō Transliteration C: proennepo Beta Code: proenne/pw

English (LSJ)

προὐννέπω (as always in Trag.),

   A proclaim, announce, τάδε A.Eu.852; π. σοί, εἰ... θανῇ E.Med.351: c. inf., χαίρειν τινὰ π. I publicly bid him hail, S.Tr.227, cf. E.Hipp.1085; π. δ' ὑμῖν ὅτι . . A.Eu..98.

German (Pape)

[Seite 720] vorhersagen; προὐννέπ ω τάδε, Aesch. Eumenid. 852; χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, Soph. Trsch. 226.

Greek (Liddell-Scott)

προεννέπω: προὐννέπω (ὡς ἀείποτε παρὰ Τραγικ.), προαγορεύω, προκηρρύτω, ἀγγέλλω, τι Αἰσχύλ. Εὐμ. 852, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 351 ― μετ’ ἀπαρ., χαίρειν δὲ τὸν κήρυκα προὐννέπω, χαιρετίζω δημοσίᾳ τὸν κήρυκα, Σοφ. Τρ. 227, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1085· ὡσαύτως, πρ. δ’ ὑμῖν ὅτι... Αἰσχύλ. Εὐμ. 98.

French (Bailly abrégé)

par contr. προὐννέπω;
seul. prés. et impf. προέννεπον;
dire d’avance, prédire, annoncer, acc..
Étymologie: πρό, ἐννέπω.