ὑποπέμπω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
A send under, to, or into, c. acc., γᾶς ὑποπεμπομένα σκότον E.Hec.209 (lyr.). II send secretly, Th.4.46, X.Cyr.2.4.21, Arist. Oec.1352a3:—Pass., Lys.1.15. 2 send as a spy, send in a false character, X.An.2.4.22, cf. Th. l.c., and v. foreg.
German (Pape)
[Seite 1228] darunter-, dahin-, dahineinschicken, γᾶς ὑποπεμπομέναν σκότον Eur. Hec. 208; – heimlich, bes. als Kundschafter schicken, Thuc. 4, 46 Xen. Cyr. 2, 4,21 u. öfter; An. 3, 4,22, übh. anstiften, anstellen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπέμπω: μέλλ. -ψω, πέμπω κάτω εἴς τι, μετ’ αἰτ., γῆς ὑποπεμπομένα σκότον Εὐρ. Ἑκάβ. 208. ΙΙ. πέμπω, κρυφίως, Θουκ. 4. 46, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 91· Παθ., Λυσίας 93. 8· - πέμπω τινά που μὲ δόλιον σκοπὸν πρὸς ἐξαπάτησιν ἢ κατασκόπησιν, Λατ. submittere, subornare, Ξεν. Ἀν. 2. 4. 22, πρβλ. Θουκ., ἔνθ’ ἀνωτ., καὶ ἴδε τὸ προηγ.· ὑπ. τινά, ὡς ψευδομάρτυρα, Ἀριστ. Οἰκον. 2. 32.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer sous (rég. ind. à l’acc.);
2 envoyer secrètement, aposter ; particul. envoyer comme espion, avec une fausse qualité.
Étymologie: ὑπό, πέμπω.