εὐηφενής
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ές, (ἄφενος)
A wealthy, Il.11.427, 23.81 (vulg. εὐηγ-): as pr.n., IG12 (8).376.14 (Thasos).
German (Pape)
[Seite 1068] ές (ἄφενος), sehr reich, V, l. Il. 93, 81, für εὐηγενής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηφενής: -ές, (ἄφενος) πλουτῶν, εὖ πλουτῶν, ἢ εὖ τῷ πλούτῳ χρώμενος, αὐτοκασίγνητον εὐηφενέος Σώκοιο Ἰλ. Λ. 427· Τρώων εὐηφενέων Ψ. 81 (κοιν. εὐηγ-).