ὀροφή

From LSJ
Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροφή Medium diacritics: ὀροφή Low diacritics: οροφή Capitals: ΟΡΟΦΗ
Transliteration A: orophḗ Transliteration B: orophē Transliteration C: orofi Beta Code: o)rofh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐρέφω)

   A roof of a house, or ceiling of a room, Od.22.298, IG12.373.246, Hdt.2.148, Pherecr.121, Ar.Nu.173, etc.: pleon., καταστέγασμα τῆς ὀ. Hdt.2.155 ; διελεῖν τὴν ὀ. take off the tiling, Th. 4.48 ; cf. κέραμος 11.2: pl., woodwork of the roof, Thphr.HP5.3.7.    2 top of a beehive, Arist.HA624a6.    II Syrian name of a plant, = κροκοδιλιάς, Aët.11.2.

German (Pape)

[Seite 386] ἡ (ἐρέφω), die obere Decke eines Zimmers, ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς, Od. 22, 298; Ar. Nubb. 174; Plat. Rep. VII, 529 b u. öfter; ἀναβάντες ἐπὶ τὸ τέγος τοῦ οἰκήματος καὶ διελόντες τὴν ὀροφὴν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ, das Dach abdeckend, Thuc. 4, 48; τῷ πυρὶ κατελυμήνατο τὰς ὀροφάς, Pol. 5, 9, 3; Sp., wie Plut. Lacon. apophth. p. 222.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροφή: ἡ, (ἐρέφω) ἡ στέγη οἰκίας ἢ τὸ ἐσωτερικὸν στέγασμα, «ταβάνι», δωματίου, Ὀδ. Χ. 298, Ἡρόδ. 2. 148, Φερεκρ. ἐν «Μυρμηκανθρώποις» 6, Ἀριστοφ., κλ.· πλεοναστ., καταστέγασμα τῆς ὀροφῆς Ἡρόδ. 2. 155. ὀροφὴν διελεῖν, ἀφελεῖν τὰς κεραμίδας, Θουκ. 4. 48· πρβλ. κέραμος· - ἐν τῷ πληθ. τὰ ξύλα τῆς στέγης, τὸ τοῦ Πλινίου, contignationes, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 7. 2) ἡ κορυφὴ κυψέλης μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 8.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
toit d’une maison.
Étymologie: ἐρέφω.