παθητός
English (LSJ)
ή, όν,
A one who has suffered, Men.Mon.457. II subject to suffering, Act.Ap.26.23; τὸ θνητὸν καὶ π. Plu.Pel.16, cf. Num.8. 2 liable to external influence or change, opp. ἀπαθής, Arist. Mu.392a33; π. καὶ μεριστόν Plot.6.4.8; passive, opp. δραστήριος, Ph. 1.2; νοῦς ἐστι π. καὶ μεριστός Olymp. in Phd.p.101 N.; but ὁ νοῦς ἀπαθής, ἡ δὲ γένεσις π. Dam.Pr.414, cf. Ph.1.176. 3 Medic., diseased, affected, στεφάνη PMed.Strassb.p.8.
German (Pape)
[Seite 437] dem Leiden, den Leidenschaften ausgesetzt, Plut. oft; τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντες, Pelop. 16, vgl. Num. 8; Ggstz ἀπαθής, plac. phil. 2, 6, wie S. Emp. adv. phys. 2, 311.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθητός: -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς πάθος ἢ πάθημα, (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· ἀλλά τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ ἀπαθής, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible aux impressions extérieures, impressionnable.
Étymologie: adj. verb. de πάσχω.