ἐγκαλέω

Revision as of 19:34, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

   A call in a debt, Isoc.17.44, X.An.7.7.33, D.31.6, 36.14: generally, demand as one's due, ἀργύριον Lys.3.26.    2 invoke, τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Str.14.1.44.    II bring a charge or accusation against a person:—Constr.: c. dat. pers. et acc. rei, charge something against one, φόνους ἐ. τινί S.El.778, cf. Pl.Ap.26c, etc.; ἐ. ἔγκλημά τινι Hyp.Lyc.18, cf. Eux.24; χόλον κατ' αὐτῶν ἐ. S. Ph.328: folld. by a relat. clause, ἐ. τινὶ ὅτι . . X.An.7.5.7: c. inf., ἐστὶν ἃ ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν τὰς σπονδάς Th.4.123: c. part., ἐ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Pl.Prt.346a: freq. c. dat. pers. only, accuse, Antipho 4.2.2, etc.; ἐ. περί τινων Inscr.Prien.28.8 (ii B. C.); ἐπὶ τοῖς διῳκημένοις ib.37.128 (ii B. C.): c. acc. rei only, bring as a charge, εἴ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Th.5.46, cf. 6.53; τὸ νεῖκος ἐγκαλεῖν throw the blame of quarrel on another, S.OT702: abs., οἱ ἐγκαλέσαντες Arist. Rh.Al. 1437a17: rarely c. gen.rei, τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Plu. Arist. 10:—Pass., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ a charge is brought against... Arist. EN1120b17; ἐνίων ἐγκληθέντων ἐπὶ τῷ βίῳ Phld. Piet. p.93 G.; τὰ ἐγκεκλημένα charges, OGI90.14 (ii B. C.): also with person. constr., ἐγκαλεῖσθαι ὑπέρ τινος D.H.7.46; τινός D.C.58.4:—Locr. part. ἐγκαλείμενος may be either Med. or Pass., IG9(1).334.41.    2 as lawterm, prosecute, take proceedings against, οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι D.34.1; ἐ. δίκην τινί Id.40.19; ἐ. τινὶ περί τινος Isoc.4.40: abs., Ar. Av.1455.    3 object, c. acc. et inf., Phld. Sign.29.

German (Pape)

[Seite 704] (s. καλέω), 1) eigtl., zurufen, τινί τι, bes. – a) um ihn zu mahnen, eine Schuld einfordern; Xen. An. 7, 7, 33; χρέος Isocr. 21, 14; τὰς τριακοσίας δραχμάς 17, 44; ὅτε τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἐνεκάλεις Dem. 51, 6; immer schon mit dem Nebenbegriff des gerichtlichen Eintreibens; vgl. aber 33, 25 μὴ ὅτι δικάσασθαι ἀλλ' οὐδ' ἐγκαλέσαι μοι ἐτόλμησεν. – b) Allgem., eine Schuld vorwerfen, Schuld geben; οἱ στρατιῶται Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν, ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν Xen. An. 7, 5, 7; vgl. Thuc. 5, 46; Plat. Prot. 346 a; neben μέμψασθαι Dem. 19, 58; gew. τινί τι, Einem Etwas vorwerfen; ἐμοὶ φόνους πατρῴους Soph. El. 768; τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Plat. Apol, 26 c, u. öfter; ἀδικίαν τοῖς νόμοις Plut. Lyc. 18; selten τινί τινος, Arist. 10. Bes. – c) gerichtlich über Etwas belangen; ἀπορῶν ὅ τι ἐγκαλοῖς ἐμοὶ ἀληθὲς ἀδίκημα Plat. Apol. 27 e; οὐδεμίαν πώποτε δίκην πρὸς ὑμᾶς εἰσήλθομεν οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὔτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων Dem. 34, 1; δίκας τινί, 40, 19; περὶ τῶν φονικῶν Isocr. 4, 40; προδοσίαν τινί, D. Hal. 9, 8. Im pass. sowohl τῇ τύχῃ ἐγκαλεῖται, wird der Vorwurf gemacht, Arist. Eth. 4, 1, als ἐγκαλοῦμαι, ich werde angeklagt, bes. Sp., ὑπὲρ ὧν ἐνεκαλοῦντο D. Hal. 7, 46; – τὰ ἐγκαλούμενα, Vorwürfe, Beschuldigungen, Pol. 5, 27, 5. – Das med. = act. in einem Zeugniß bei Aesch, 1, 66, ist zweifelhaft. – 2) anrufen, herbeirufen; τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Strab. XIV p. 649.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκᾰλέω: μέλλ. ἐγκαλέσω, Ἀττ. ἐγκαλῶ, ἀκριβῶς ὡς ὁ ἐνεστώς· πρκμ. ἐγκέκληκα: - ἀπαιτῶ, ἀπαιτῶ δικαστικῶς, εἰ δόξαιμι μηδὲν προσῆκον τοσαῦτα χρήματα ἐγκαλέσαι Ἰσοκρ. 358Α, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 33, Δημ. 877. 21., 949. 1: - καθόλου, ἀπαιτῶ τι ὡς ὀφειλόμενον εἰς ἐμέ, Λυσ. 98. 37. 2) φέρω κατηγορίαν, εἰσάγω καταγγελίαν ἐναντίον τινός, ἐγκαλῶ: - Σύνταξ. μετὰ δοτικ. προσ. καὶ αἰτιατ. πράγμ., εἰσάγω κατηγορίαν ἐναντίον τινός, κατάγγέλλω τινὰ διά τι, φόνον ἐγκ. τινι Σοφ. Ἠλ. 778, Πλάτ. Ἀπολ. 26C, κτλ.· ἐγκ. ἔγκλημά τινι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκ. 14, ὑπὲρ Εὐξεν. 35· ὡσαύτως, χόλον κατ’ αὐτῶν ἐγκ. Σοφ. Φ. 328: - ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐγκ. τινι ὅτι... Ξεν. Ἀν. 7. 5, 7· μετ’ ἀπαρ., ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν Θουκ. 4. 123· μετὰ μετοχῆς, ἐγκ. αὐτοῖς ἀμελοῦσιν Πλάτ. Πρωτ. 346Α· συχνάκις ὡσαύτως μετὰ δοτ. προσ. μόνον, κατηγορῶ, Ἀντιφῶν 126. 8, Πλάτ. Κρίτων 50C, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. πράγμ. μόνον, εἰσάγω ὡς καταγγελίαν ἢ κατηγορίαν, εἰ δέ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Θουκ. 5. 46, πρβλ. 6. 53· τὸ νεῖκος ἐγκαλεῖν, ἐπιρρίπτειν τὴν αἰτίαν τῆς ἔριδος εἰς ἕτερον, Σοφ. Ο. Τ. 702· ἀπολ., οἱ ἐγκαλέσαντες Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 30, 11: - σπανίως μετὰ γεν. πράγμ., τῆς βραδύτητος αὐτοῖς ἐνεκάλει Πλουτ. Ἀριστείδ. 10: - Παθ., ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ..., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 21· πρβλ. ἔγκλημα. 3) ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐνάγω εἰς δικαστήριον, ἐγκαλῶ, διώκω, Δημ. 907. 6· ἐγκ. δίκην τινὶ ὁ αὐτ. 1014· 8· ἐγκ. τινὶ περί τινος Ἰσοκρ. 48C. 4) ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡς ἐν τῷ ἐνεργ. κατηγορῶ, τινὶ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 2· φέρω κατηγορίαν, πρός τινα Εὐρ. Μελανίππ. 9, (ἐν τοῖς Ἀποσπάσμασι). ΙΙ. ἐπικαλοῦμαι, οὗτοι δ’ εἰσὶ καὶ οἱ ἐγκαλοῦντες (ἐπικαλοῦντες· Meineke) τὴν τῶν θεῶν ἰατρείαν Στράβων 649.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἐγκαλέσω, ao. ἐνεκάλεσα, pf. ἐγκέκληκα, f. Pass. ἐγκληθήσομαι;
1 réclamer, acc.;
2 reprocher, accuser ; adresser un reproche, une accusation : τινί τι, τι κατά τινος accuser qqn de qch ; τινι ὅτι ou τινι avec l’inf. accuser qqn de ; ἐγκ. τι blâmer qch ; ἐγκ. νεῖκος SOPH accuser qqn d’être l’auteur d’une querelle ; particul. accuser en justice : τινί τι qqn de qch ; τινι δίκην DÉM intenter une accusation à qqn ; τινι περί τινος ISOCR à qqn sur qch.
Étymologie: ἐν, καλέω.