ἄπνευστος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον,
A breathless, ἄ. καὶ ἄναυδος Od.5.456, cf. Theoc.25.271. 2 lifeless, dead, Nonn.D.26.115; without life, φαρέτρη ib.15.269. II = ἀπνεύματος, τόποι Thphr.CP5.12.7 (Sup.). Adv. -τως, = ἀπνευστί (q.v.), Plu.2.844f.
German (Pape)
[Seite 293] athemlos, nicht mehr athmend, καὶ ἄναυδος Od. 5, 456; Theocr. 25, 271. Aber τόποι ἀπνευστότατοι, ganz windlos, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπνευστος: -ον, (πνέω) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ ἄναυδος Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = ἀπνεύματος. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne respire pas, sans souffle.
Étymologie: ἀ, πνέω.