Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μίνυνθα

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίνυνθᾰ Medium diacritics: μίνυνθα Low diacritics: μίνυνθα Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑ
Transliteration A: mínyntha Transliteration B: minyntha Transliteration C: minyntha Beta Code: mi/nunqa

English (LSJ)

[ῐ], Adv.

   A a short time, in Hom. mostly in phrase, μ. περ οὔ τι μάλα δήν Il.1.416, Od.22.473; μ. δέ οἱ γένεθ' ὁρμή but short-lived was his effort, Il.4.466; οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Od.15.494; μ. δὲ γίγνεται ἥβης καρπός Mimn.2.7; μ. δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα B.5.151; τὴν δ' οὔτι μ. περ εὔνασεν ὕπνος A.R.4.1060.

German (Pape)

[Seite 188] (μινύς), ein wenig, oft bei Hom.; μίνυνθα δὲ χάζετο δουρός, Il. 11, 539; bes. von der Zeit, ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ, σὔτι μάλα δήν, Od. 22, 473, öfter; καδδραθέτην οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μίνυνθα, 15, 493. Man nimmt ein altes subst. μίνυνς an, zu dem es der acc. sein soll.

Greek (Liddell-Scott)

μίνυνθᾰ: [ῐ], Ἐπίρρ., ὀλίγον, πολὺ ὀλίγον, συχν. παρ’ Ὁμ., ὅστις ἔχει αὐτὸ καὶ ἐπὶ χρόνου, καὶ μάλιστα ἐν τῇ φράσει, μίνυνθά περ, οὔτι μάλα δήν, ἐπ’ ὀλίγον χρόνον, οὐκέτι σφόδρα ἐπὶ πολύν, Ἰλ. Α. 416, Ὀδ. Χ. 473· μίνυνθα δέ οἱ γένεθ’ ὁρμή, ἐπ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ προσπάθεια αὐτοῦ, Ἰλ. Δ. 466· οὐ πολλὸν ἐπὶ χρόνον, ἀλλὰ μ. Ὀδ. Ο. 494· μίνυνθα δέ μοι ψυχὰ γλυκεῖα Βακχυλ. V, 151, ἔνθα ἴδε σημ. Kenyon. - Λέξις κυρίως Ἐπική: λέγεται δὲ ὅτι εἶναι αἰτ. ἀρχαίου οὐσιαστικοῦ μίνυνς. - (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 peu ou un peu;
2 pour peu de temps.
Étymologie: μινύθω.