σχίζα

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίζα Medium diacritics: σχίζα Low diacritics: σχίζα Capitals: ΣΧΙΖΑ
Transliteration A: schíza Transliteration B: schiza Transliteration C: schiza Beta Code: sxi/za

English (LSJ)

ης, ἡ, (σχίζω)

   A piece of wood cut off, lath, splinter, σχίζῃ δρυός Od.14.425, cf. Ar.Pax 1032: pl., wood cleft small, esp. firewood, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηρούς] Il.1.462, cf. PCair.Zen.191.5 (iii B.C.), IG 22.1366.11; τὰ μὲν . . σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Il.2.425.    2 shaft, dart, LXX 1 Ki.20.20 sq., 1 Ma.10.80, AP6.282 (Theod.); so σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν IG22.1629.996.

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, ion. σχίζη, kleingespaltenes Holz, bes. zum Kochen, Braten, beim Opfern, καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς Il. 1, 462, τὰ μὲν ἂρ σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον, 2, 425; Ar. Pax 989. 996; übh. ein Scheit, Stück Holz, Od. 14, 425, wo es zum Tödten des Schweines gebraucht wird; auch wie σχίδη, σχίδαξ, σχῖδος, Splitter, Spleiß, u., nach dem von solchen Scheiten gemachten Gebrauche, Schindel, Fackel, Pfeil, LXX. u. a. Sp. – Spaltung, Trennung, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζα: Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, (σχίζω) τεμάχιον ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ σχίδαξ. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, μάλιστα καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) βέλος Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 δόρυ, Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. σχίσμα, διάσχισις, διαχωρισμός, ὁδῶν Συνέσ. 91C.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
éclat de bois, copeau.
Étymologie: σχίζω.