εὖχος

Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

English (LSJ)

εος, τό, (εὔχομαι) poet. Noun:    I thing prayed for, object of prayer, εὖχος δοῦναι, ὀρέξαι, πορεῖν τινι, Il.5.285, 22.130, Od.22.7, S.Ph.1203; εὖχος ἀρέσθαι to obtain it, Il.7.203; ἑλεῖν Tyrt.12.36, Pi.P.5.21; Τεῦκρον . . εὖχος ἀπηύρα took it away from him, Il.15.462.    II boast, vaunt, μέλεον δέ οἱ εὖχος ἔδωκας 21.473; εὖχος ἔργῳ καθελών Pi.O.10(11).63, al.; of persons, Ἀνάκρεον, εὖ. Ἰώνων AP7.27 (Antip. Sid.).    III later, vow, votive offering, Pl.Epigr. 5.3.

German (Pape)

[Seite 1110] τό (nom. u. acc.), dessen man sich rühmt, Ruhm, bes. Ruhm im Kampfe, Sieg, ἐμοὶ δὲ μέγ' εὖχος ἔδωκας Il. 5, 285, wie 654 ἐμῷ δ' ὑπὸ δουρὶ δαμέντα εὖχος ἐμοὶ δώσειν, vom Besiegten, dessen Niederlage dem Sieger Ruhm bringt; von den Göttern, Iliad. 7, 81 εἰ δέ κ' ἐγὼ τὸν ἕλω, δώῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων; ähnl. δὸς νίκην Αἴαντι καὶ ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, Ruhm davonzutragen, 7, 203, wie Hes. Th. 628; εὖχος ἀπηύρα 15, 462; ὀρέξειν τινί 13, 327; αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων Od. 22, 7. Aehnlich Pind. vom Ruhm des Sieges im Wettkampfe, ἵπποις ἑλών P. 5, 21; ἀγώνιον ἐν δόξᾳ εὖχος θέμενος Ol. 11, 66, den Sieg im Wettkampfe als einen Ruhm ansehend; vgl. Tyrt. 3, 36; – von Menschen, Ἀνακρέων εὖχος Ἰώνων, der Ruhm der Ionier, dessen sie sich rühmen, Antp. gid. 73 (VII, 27); – das Gewünschte, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, einen Wunsch gewähret mir, Soph. Phil. 1188; – das Gelobte, das Weihgeschenk, ἔθηκεν Plat. ep. 8 (VI, 43).

Greek (Liddell-Scott)

εὖχος: -εος, τό, (εὔχομαι) ποιητ. λέξις: II. ὅπερ εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ δόξα, καθόλου, πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ εὖχος ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν Ὀλύμπιος εὖχος ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι εὖχος Ἀπόλλων Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι εὖχος ὀρέξατε, κάμετέ μοι τοὐλάχιστον μίαν χάριν, Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν εὖχος ἀρέσθαι, «καύχημα λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· ἑλεῖν Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον εὖχος ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ αὐτοῦ τὸ καύχημα, Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ εὖχος ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον καύχημα αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, εὖχος Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, εὐχή, ἀφιέρωμα, «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὖχος· βούλησις, νίκη».

French (Bailly abrégé)

(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
1 sujet d’orgueil, gloire;
2 objet d’un vœu, d’un désir.
Étymologie: cf. εὔχομαι.