ἰότης

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰότης Medium diacritics: ἰότης Low diacritics: ιότης Capitals: ΙΟΤΗΣ
Transliteration A: iótēs Transliteration B: iotēs Transliteration C: iotis Beta Code: i)o/ths

English (LSJ)

[ῐ], ητος, ἡ,

   A will, desire, Ep.and Lyr. almost always in dat., θεῶν ἰότητι by the will of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι at her will, Il.18.396; κακῆς ἰ. γυναικός Od.11.384; μνηστήρων ἰ. 18.234; ἀλλήλων ἰ. Il.5.874; ἀναιδήτῳ ἰ. with shameless will, A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 δι' ἐμὴν ἰ.    II once in Trag., for the sake of, ἰότατι γάμων A.Pr.558 (lyr.).—Hsch. explains it by βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι.

German (Pape)

[Seite 1256] ητος, ἡ (von ἴς od. ἴεμαι), Wille, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Rathschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν σπήεσσι κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; ἀλλήλων, Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἰότης: -ητος, ἡ, (ἴδε ἵμερος ἐν τέλει) θέλησις, βούλησις, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. ἕκητι), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ ἀλλήλων ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ ἅπαξ ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ ἕκατι ΙΙ, χάριν τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 volonté;
2 postér. disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι dor. ESCHL à l’intention de (ton) hymen.
Étymologie: p. *ἰσότης, de la R. Ἰσ, désirer.