ἐπακροάομαι
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
A = ἐπακούω, abs., Pl.Com.16, Nic.Dam.Vit.Caes.29: c. gen. pers., Act.Ap.16.25, Luc.Icar.1: c. gen. rei, Hld.2.17: c. acc. rei, πάντ' ἐπακροάσει Men.Epit.Oxy.1236v16; τὸν λόγον Ant. Lib.11.6 ἐπακρό-ᾱσις, εως, ἡ, hearkening, obedience, LXX 1 Ki.15.22.
German (Pape)
[Seite 897] (s. ἀκροάομαι) = ἐπακούω, Plat. com. B. A. 360, 7; τινός, Luc. Icarom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπακροάομαι: Ἀποθ., ἀκούω μετὰ προσοχῆς, ἀκροῶμαι, ἃ ἆ, γελῶν ἐπηκροασάμην πάλαι Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Γρυψὶν» 2 (Α. Β. 360. 6, ἔνθα γράφεται: αἲ αἴ, γελῶν δ’ ἐπηκροώμην... πάλαι).
French (Bailly abrégé)
-οῶμαι;
impf. ἐπηκροώμην;
prêter l’oreille, écouter, gén..
Étymologie: ἐπί, ἀκροάομαι.