τριγωνίζω
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.). 2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.). II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς -ίζεται Hippiatr.95. III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία -ίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα -ίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.
French (Bailly abrégé)
rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.