μεταγενής

From LSJ
Revision as of 19:36, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταγενής Medium diacritics: μεταγενής Low diacritics: μεταγενής Capitals: ΜΕΤΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: metagenḗs Transliteration B: metagenēs Transliteration C: metagenis Beta Code: metagenh/s

English (LSJ)

ές,

   A born after, ὁ μεταγενής the youngest, Men.154: Comp. -έστερος D.S.12.11, Luc.Salt.80; οἱ μεταγενέστεροι posterity, D.S. 11.14, J.BJ2.8.10, Hierocl.in CA 4p.426M.    2 of later time, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς D.H.Th.9: hence, in Philos., ταῦτα -έστερα τῶν γενῶν τοῦ ὄντος prob. in Procl. in Prm.p.850 S.; also μ. μετὰ ταῦτα τὴν πολυπραγμοσύνην consequent, Phld.Rh.2.262 S.

German (Pape)

[Seite 145] ές, nachher, später geboren; Men. bei Ath. XIII, 559 e; Luc. de salt. 80; gew. im compar., οἱ μεταγενέστεροι, die Nachkommen, D. Sic. 1, 15. 11, 14; Plut. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

μεταγενής: -ές, ὁ μετὰ ταῦτα γεννηθείς, ὁ μεταγενής, ὁ νεώτατος, ὁ ἔσχατος γεννηθείς, Μένανδρ. ἐν «Ἐμπιπραμένῃ» 1· συγκρ. μεταγενέστερος, Διοσκ. 12. 11, Λουκ. π. Ὀρχ. 80· οἱ μεταγενέστεροι, οἱ μετὰ ταῦτα ἐσόμενοι, Διόδ. 11. 14. 2) ὁ ἀνήκων εἰς ὑστέρους χρόνους, μεταγενέστεροι συγγραφεῖς Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né plus tard ; en gén. dernier;
Cp. μεταγενέστερος postérieur, ultérieur.
Étymologie: μετά, γίγνομαι.