ἐξορκόω

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορκόω Medium diacritics: ἐξορκόω Low diacritics: εξορκόω Capitals: ΕΞΟΡΚΟΩ
Transliteration A: exorkóō Transliteration B: exorkoō Transliteration C: eksorkoo Beta Code: e)corko/w

English (LSJ)

earlier form of ἐξορκίζω,

   A administer an oath to one, c. acc. pers., or abs., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Foed. ap. Th.5.47, cf. D.21.65, IG22.1174.15: c. fut. inf., ib.2.841b35: folld. by ἦ μήν (Ion. ἦ μέν) Hdt.3.133,4.154: later, c. pres. inf., J.AJ9.7.4: c. acc. pers. et rei, make one swear by, ἐ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕσωρ Hdt.6.74.

German (Pape)

[Seite 887] schwören lassen, vereidigen, die üblichere Form für ἐξορκίζω, τινά, Her. 3, 133. 4, 154; ὀμνύντων ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἀρχαί· ἐξορκούντων δὲ οἱ πρυτάνεις Thuc. 5, 47; Dem. 59, 78 u. A.; τὸ Στυγὸς ὕδωρ, bei der Styr, Her. 6, 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορκόω: ἀρχαιότερος τύπος τοῦ ἐξορκίζω (ἴδε Λοβέκκ. ἐν Φρυν. 360 κἑξ.): - βάλλω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ μετ’ αἰτ. προσ. ἢ ἀπολ., ἐξορκούντων οἱ πρυτάνεις Συνθήκη παρὰ Θουκ. 5. 47, πρβλ. Δημ. 535. 24, ᾿Επιγρ. ’Αττ. ἐν τῇ Συλλ. ᾿Επιγρ. 88· συχνάκις ἑπομένου ἦ μὴν (᾿Ιων. ἦ μέν), μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὡς ἐν Ἡροδ. 3. 133., 4. 154· μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., κάμνω τινὰ νὰ ὁρκισθῇ εἴς τι, ἐξ. τινὰ τὸ Στυγὸς ὕδωρ ὁ αὐτὸς 6. 74.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire prêter serment ; ἐξ. τινα avec l’inf. fut. faire jurer que ; ἐξ. τινα τὸ Στυγὸς ὕδωρ HDT faire jurer qqn par l’eau du Styx.
Étymologie: ἐξ, ὁρκόω.