ζεύγλη

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζεύγλη Medium diacritics: ζεύγλη Low diacritics: ζεύγλη Capitals: ΖΕΥΓΛΗ
Transliteration A: zeúglē Transliteration B: zeuglē Transliteration C: zeygli Beta Code: zeu/glh

English (LSJ)

ἡ,

   A loop attached to the yoke (ζυγόν), through which the beasts' heads were put, χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν Il.17.440; ἔζευξα . . ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα A.Pr.463; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Hdt.1.31; βόας ζεύγλᾳ πέλασσεν Pi.P.4.227; ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Luc.DMar.6.2.    2 = ζεῦγος 1.1, BGU1507 (iii B.C.).—Not found in good Att. Prose.    II cross-bar of the double rudder, E.Hel.1536.

German (Pape)

[Seite 1137] ἡ, das Joch, bes. der Theil des ζυγόν, der den Nacken des Zugthieres umgiebt, dah. ein ζυγόν zwei ζεῦγλαι hat, Il. 19, 406; Pind. P. 4, 227; κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Aesch. Prom. 461; ὑποδύντες ὑπὸ τὴν ζ. Her. 1, 31; Sp. – Bei Eur. Hel. 1552, πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο, ist es der Riemen, mit dem das Steuer festgebunden wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ζεύγλη: ἡ, τὸ καμπύλον μέρος τοῦ ζυγοῦ, εἰς ὅ ἐμβαίνει ὁ τράχηλος τοῦ ζῴου, ὥστε ὁ ζυγὸς εἶχε δύο ζεύγλας, πρβλ. Ἰλ. Ρ. 439, Τ. 406 (ἔνθαχαίτη τοῦ ἵππου περιγράφεται ὡς ζεύγλης ἐξεριποῦσα παρὰ ζυγόν)· ἔζευξα... ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα ζεύγλαισι δουλεύοντα Αἰσχύλ. Πρ. 463· ὑποδῦναι ὑπὸ τὴν ζ. Ἡρόδ. 1. 31· βόας πελάζειν ζεύγλα Πίνδ. Π. 4. 404· ὑπάγειν τοὺς ἵππους τῇ ζ. Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 6. 2.- Δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογρ. ΙΙ. ἱμὰς ἢ ξύλον συνάπτον τὰ δύο πηδάλια, ἴδε ἐν λ. πηδάλιον.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
partie du joug où s’emboîte le cou de l’animal.
Étymologie: ζεύγνυμι.