ἰδίωμα

From LSJ
Revision as of 19:37, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδίωμα Medium diacritics: ἰδίωμα Low diacritics: ιδίωμα Capitals: ΙΔΙΩΜΑ
Transliteration A: idíōma Transliteration B: idiōma Transliteration C: idioma Beta Code: i)di/wma

English (LSJ)

[ῐδῐ], ατος, τό, (ἰδιόω)

   A peculiarity, specific property, unique feature, Epicur.Ep.1p.25U., Stoic.2.25, etc.; τὰ τῶν χρωμάτων ἰ. Epicur.Ep.2p.51U.; τῆς πολιτείας Plb.2.38.10; τοῦ νόμου BGU12.18 (ii A.D.); τὸ καθ' αὑτὸν ἰ. τηρεῖν Plb.2.59.2; τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτοὺς ἰ., Id.2.14.3, 6.3.3; τὸ ἐξαίρετόν τινος ἰ. A.D.Synt.15.19; ἀγαθότητος ἰ. Procl.Inst.133; ὕλης Id.Theol.Plat.5.35; property, φαρμάκου Heras ap.Gal.13.785, cf. Dsc.1.71; of the properties of numbers, Theol.Ar.5,al.; τὸ ἰ. τοῦ ἑνός Dam.Pr.5: special subject, τῆς πραγματείας Sor.1.126.    II peculiarity of style, D.H.Amm.2tit., al.    2 idiom, ἰ. Ὁμηρικόν A.D.Synt.157.9.    3 style, παιανικὸν ἰ. Ath.15.696e.

German (Pape)

[Seite 1237] τό, das Angeeignete, Eigenthümlichkeit, besondere Beschaffenheit; τὰ περὶ τοὺς τόπους καὶ τὴν χώραν ἰδιώματα Pol. 2, 14, 3, öfter; παιανικὸν ἰδ., Eigenthümlichkeit des Päan, Ath. XV, 696 e; bes. bei Gramm., eigenthümliche Ausdrucksweise.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίωμα: τό, (ἰδιόω) ὃ ἔχει τις ἴδιον, χαρακτήρ, ἰδιότης, ποιότης, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 7, 8, Πολύβ. 2. 14, 3, Ἀθήν. 696Ε· τὸ καθ’ αὐτόν ἰδίωμα τηρεῖν Πολύβ. 2. 59, 2· τὰ περὶ τὴν χώραν, περὶ αὐτούς ἰδιώματα 2. 14, 3., 6. 3, 3. ΙΙ. ἴδιος τρόπος φρασιολογίας, ἰδίωμα, ὕφος, Διον. Ἁλ. Ἐπιστολ. πρὸς Γναῖον Πομπ. σ. 783.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
propriété particulière, caractère propre.
Étymologie: ἴδιος.