δολόω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
A beguile, ensnare, take by craft, A.Ag.273, 1636; φαρμάκῳ δ. Hdt.1.212; ὗς πλέγμασι δ. X.Cyr.1.6.28; δολοῦν τινὰ γάμοις beguile by the anticipation of... E.IA898 (anap.):—Med., Leg.Gort.2.36, 44:—Pass., Hes.Th.494, S.Ph.1288. II disguise, μορφήν ib. 129; adulterate incense, wine, etc., Dsc.1.81, Luc.Herm.59; alloy, Gal.14.48 (Pass.); dye, τὰ ἔρια Poll.7.169.
German (Pape)
[Seite 655] überlisten, betrügen; Hes. Th. 494; μὴ δολωθῇς κέρδεσσι Pind. P. 1, 62; Tragg., wie Μοίρας δολώσας Eur. Alc. 12; Soph. Phil. 1272; ὗς ἀγρίους πλέγμασι, d. i. fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Plut. amat. 14. – Dah. = verfälschen; οἶνον Luc. Hermot. 59; ἔρια, Wolle färben, Poll. 7, 169; sonst von der Schminke. So δολῶσαι μορφήν, die Gestalt verstellen, sich verkleiden, Soph. Phil. 129.
Greek (Liddell-Scott)
δολόω: (δόλος) ἐξαπατῶ, διὰ δόλου δελεάζω, παγιδεύω, Ἡσ. Θ. 494, Αἰσχύλ. Ἀγ. 273, 1636· τὸν παῖδα φαρμάκῳ δ. Ἡρόδ. 1. 212· ὗς πλέγμασι δ. Ξεν. Κύρ. 1. 6, 28· δολοῦν τινα γάμοις, παγιδεύω, ἀπατῶ, παγιδεύω διὰ τῆς ἐλπίδος ἢ προσδοκίας γάμου, Εὐρ. Ι. Α. 897. - Παθ., Σοφ. Φ. 1288. ΙΙ. τροποποιῶ, μετασχηματίζω, μορφὴν αὐτόθι 129· νοθεύω χρυσόν, οἶνον, κτλ., Λουκ. Ἑρμοτ. 59· βάφω, τὰ ἔρια Πολυδ. Ζ', 169.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tromper;
2 s’emparer par ruse de, acc.;
3 falsifier, changer, altérer, acc.;
4 dissimuler, déguiser, acc..
Étymologie: δόλος.