ἀλφηστής

From LSJ
Revision as of 19:38, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφηστής Medium diacritics: ἀλφηστής Low diacritics: αλφηστής Capitals: ΑΛΦΗΣΤΗΣ
Transliteration A: alphēstḗs Transliteration B: alphēstēs Transliteration C: alfistis Beta Code: a)lfhsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, Hom. only in Od., in phrase ἀνέρες ἀλφησταί, lit.

   A earners (ἀλφάνω), i.e. enterprising men, Od.1.349, cf. Hes. Op.82; esp. of traders or seafarers, Od.13.261, h.Ap.458; ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, of the Phaeacians, Od.6.8.—Ep. word, twice in Trag. (lyr.), A.Th.770, S.Ph.709.    II kind of fish that went in pairs, Labrus cinaedus, Epich.44, Numen. ap. Ath.7.320e: metaph., of lewd men, Sophr.63.

German (Pape)

[Seite 112] οῦ, ὁ, Bdtg nicht sicher, verw. mit ἀλφάνω, wahrscheinl. = betriebsam; Hom. dreimal, Od. 6, 8 εἷσεν δὲ Σχερίῃ, ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων; 13, 261 ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν; 1, 349 Ζεύς, ὅς τε δίδωσιν ἀνδράσιν ἀλφηστῇσιν, ὅπως ἐθέλῃσιν, ἑκάστῳ; – H. Apoll. 458; Hes. Sc. 29 Th. 512 O. 82; Aesch. Sept. 770 ch.; Soph. Phil. 707 ch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφηστής: -οῦ, ὁ, λέξις παλαιά, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μὸνον ἐν Ὀδ., ἐν τῇ φράσει ἀνέρες ἀλφησταί, ἐργαζόμενοι διὰ τὸν καθημερινὸν αὐτῶν ἄρτον, ἐργατικοί, δραστήριοι, εὔτολμοι· ἡ δὲ σημασία αὕτη ἐπήγασεν ἐκ τῆς σημασίας τοῦ ῥήματος ἀλφάνω (ὃ ἴδε)· τίθεται δὲ ὡς ἐπίθετον τῶν ἀνδρῶν, οὐχὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει, Nitzsch, Ὀδ. Α. 349, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 82· χρησιμεύει ὡς ἐπίθετον τῶν ἐμπορευομένων καὶ ναυτιλλομένων ἀνδρῶν, Ὀδ. Ν. 261, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 458· ὅθεν οἱ Φαίακες λέγονται ὅτι εὑρίσκονται ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων, Ὀδ. Ζ. 8. - Ἐπικὴ λέξις ἀπαντῶσα δὶς παρὰ Τραγ. (ἐν λυρ. χωρίοις) μ. τῆς Ὁμηρικῆς σημασίας, Αἰσχύλ. Θ. 770, Σοφ. Φ. 709. (Ἡ παραγωγὴ ἐκ τοῦ ἄλφι καὶ ἐδεστὴς = ὁ ἐσθίων ἄλευρον, ἣν παρεδέχθη ὁ Δοιδερλῖνος καὶ ἄλλοι, δὲν συμφωνεῖ πολὺ καλὰ πρὸς τὰ μηνμονευθέντα χωρία). ΙΙ. εἶδος ἰχθύων κατὰ ζεύγη νηχομένων, labrus cinaedus, Ἐπίχ. 28 Ahr: Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 92, 93. - μεταφ. ἐπὶ κακοήθων καὶ φαύλων ἀνθρώπων, πρβλ. Σωφρ. παρ’ Ἀθην. 281F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
industrieux, laborieux, entreprenant.
Étymologie: ἀλφάνω ; sel. d’autres « qui se nourrit de pain », de ἄλφι, ἔδω.