ὀρφναῖος
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
α, ον,
A dark, murky, in Hom. always epith. of night, Il. 10.83, al., E.Or.1225, etc.; ὀρφναίη (sc. νύξ) A.R.2.670 ; φανέντος ὀρφναίου πυρός in the darkness, A.Ag.21.
German (Pape)
[Seite 389] finster, schwarz, bei Hom. stets Beiwort der Nacht, νύκτα δι' ὀρφναίην, Il. 10, 83 u. öfter, wie Eur. Suppl. 994, die später schlechthin ἡ ὀρφναία genannt wird; ὀρφναίη πέλεται, Ap. Rh. 2, 690; – nächtlich, zur Nachtzeit, πῦρ, Aesch. Ag. 21.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρφναῖος: -α, -ον, σκοτεινός, ζοφερός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς νυκτός, Ἰλ. Κ. 83, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 1225, κτλ.· ἥτις καλεῖται καὶ ἁπλῶς ὀρφναίη (ἄνευ τοῦ νὺξ) παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Β.670. ΙΙ. νυκτερινός, ὁ διὰ νυκτός, πῦρ Αἰσχύλ. Ἀγ. 21.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 sombre, obscur;
2 nocturne.
Étymologie: ὄρφνη.