λοχεία
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ἡ,
A child-birth, childbed, E.IT382, Call.Del.251; τὴν λ. εἴληχε she presides over child-birth, Pl.Tht.149b: in pl., Id.Plt.268b; of flowers, ἐπ' εὐκάρποισι λοχείαις AP10.16 (Theaet.); f.l. in E.IT206 (lyr.) for λόχιαι. II = λόχευμα 1, APl.4.132 (Theodorid.). III = ἀρτεμισία, Ps.-Dsc.3.113.
Greek (Liddell-Scott)
λοχεία: ἡ, (λοχεύω) τοκετός, γέννα, κλίνη τοκετοῦ, Εὐρ. Ι. Τ. 382, Καλλ. εἰς Δῆλ. 251· Ἄρτεμις ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχεν, τῇ ἐδόθη νὰ ἐπιστατῇ εἰς τὸν τοκετόν, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 268Α· - ἐπὶ καρπῶν, ἐπ’ εὐκάρποισι λοχείαις Ἀνθ. Π. 10. 16· ― ἐν Εὐρ. Ι. Τ. 206, ἴσως λοχίαν ἢ λόχιαι, ὡς ἐπίθ., εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή, ἴδε ἐν λ. παιδεία. ΙΙ. = λόχευμα Ι, Ἀνθ. Πλαν. 132.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
accouchement, enfantement ; en parl. d’oiseaux ponte.
Étymologie: λοχεύω.