τοπικός
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for place, in respect to place, ὕλη τ., = κατὰ τόπον κινητή, Arist. Metaph.1042b6. Adv. -κῶς Peripl.M.Rubr.5, al., Plu.2.424e. 2 local, φυλαί D.H.4.14; ἄνεμοι Antyll. ap. Orib.9.9.1; τ. δυναστεία local influence, PRyl,114.16 (iii A. D.); τ. βία PFlor.58.8 (iii A. D.); of local make, ἀγγεῖον TAM2.437 (Patara). Adv. -κῶς in the local dialect, opp. συνήθως, Sch.Th.Oxy.853 xiii 3. 3 of medicines and medical treatment or ailments, to be applied locally, topical, Sor.2.15, Gal.12.383; τ. συγκίνησις Sor.1.46 (τροπ- cod.); τ. ἕλκος, πόνος, Id.2.36, Fract.15; τ. διάθεσις Gal.16.710. Adv. -κῶς Ruf.Anat.30, Sor.1.102. 4 τ. ἐπίρρημα adverb of place, D.T.641.32, A.D.Conj.243.29. II concerning τόποι or common-places, Arist.Rh.1396b21; he wrote a treatise τὰ τοπικά, being (as he says) the method or theory of drawing conclusions ἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.Stat.6; -ώτεροι λόγοι Id.Id.2.11. Adv. -κῶς Id.Stat.3,12.
German (Pape)
[Seite 1129] 1) den Ort, die Gegend, Lage betreffend, zum Orte gehörig, örtlich, Plut. – 2) topisch, die Gemeinplätze betreffend; ἡ τοπική sc. τέχνη, die Kunst, Gemeinplätze, τόποι, zum rednerischen Gebrauche zu finden u. anzuwenden; Arist. top. 1, 1; Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
τοπικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόπον, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τόπον, κίνησις τ. Ἀριστ. π. Φυτ 1. 1, 8· ὕλη τ. = κατὰ τόπον κινητή, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 1, 9· ― Ἐπιρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 424Α. 2) ὁ ἐπὶ τόπου ἐγχώριος, φυλαὶ Διον. Ἁλ. 4. 14· ἐπὶ φαρμάκων, ὧν χρῆσις πρέπει νὰ γίνηται ἐπὶ ὡρισμένου μέρους, Γαλην. Τῶν Κατὰ τόπους 1, 1. ΙΙ. ὁ ἀναφερόμενος εἰς κοινοὺς τόπους, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 22, 13· ὁ αὐτὸς ἔγραψε πραγματείαν τὰ τοπικά, ἐν ᾗ (ὡς λέγει) ἐκτίθησι τὴν μέθοδον ἢ θεωρίαν καθ’ ἣν ἐξάγει τις συμπεράσματα ἐν πιθαναῖς ὑποθέσεσιν· ἡ δὲ τέχνη αὕτη εἶναι ἡ διαλεκτική, Τοπ. 1. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
t. de rhét. de lieu commun ; ἡ τοπική (τέχνη) la science des lieux communs.
Étymologie: τόπος.