λάχνος
From LSJ
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ,
A glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.
German (Pape)
[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.
Greek (Liddell-Scott)
λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.