ἁπαξάπας
From LSJ
Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb
German (Pape)
[Seite 279] , bes. im plur., alle auf einmal, zusammen, Ar. Pl. 111 u. öfter, wie a. com.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπαξάπᾱς: ᾱσα, ᾰν, ὅλος, η, ον ὁμοῦ ἢ διὰ μιᾶς, ὁλόκληρος, περιτρέχων τὴν γὴν ἁπαξάπασαν, ὁλόκληρον, ὅλην διὰ μιᾶς, Ἕρμιππ. ἐν «Ἀθηνᾶς γοναῖς» 1· ἡμέρα ἁπ. Στράττις ἐν «Μυρμιδόσιν» 1· ἁπαξάπαν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1. 16: - τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἀριθ., πάντες ἄνευ ἐξαιρέσεως, μὰ Δί’, ἀλλ’ ἁπαξάπαντες Ἀριστοφ. Πλ. 111, εὑρὼν ἁπαξάπαντα κατακεκλειμένα, πάντα ἀνεξαιρέτως, αὐτόθι 206, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ασα, αν;
tout entier ; pl. tous en une fois, tous ensemble.
Étymologie: ἅπαξ, ἅπας.