αἰγανέη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A hunting-spear, javelin, Il.2.774, Od.4.626, AP6.57 (Paul. Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγᾰνέη: ἡ, λόγχη θηρευτική, πρόβολος, ἀκόντιον, Ἰλ. Β. 744, Ὀδ. Δ. 626, Ἀνθ. Π. 6. 57. (ἴσως ἐκ τοῦ αἴξ = ἀκόντιον διὰ τὰς αἶγας, πρβλ. Ὀδ. Ι. 156).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
javelot de chasse, de combat.
Étymologie: αἴξ, ἀΐσσω.