ἄγκιστρον
οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder
English (LSJ)
τό
A, (ἄγκος) fish-hook, Od.4.369, Hdt.2.70, etc.; hook of a spindle, Pl.R.616c; surgical instrument, Philum.Ven.2.6, Cael. Aur.TP5.1; generally, hook, D.C.60.35.
German (Pape)
[Seite 15] τό, Angelhaken, γναμπτά, Od. 4, 369. 12, 332; – γυρόν Philip. 22 (VI, 39); καθιέναι Plut. Symp. 8, 8, 3; übh. Haken, z. B. an der Spindel, Plat. Rep. X, 616 c. Uebertr. ἄγκ. σαρκοφαγίας ἐκβάλλειν Plut. de esu carn. 2, 1; ὁ πόνος ἄγκιστρα καὶ ῥίζας διασπείρων καὶ συμπλεκόμενος σαρκί Non posse 3 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγκιστρον: τό, (ἄγκος), ἀγκίστριον πρὸς ἄγραν ἰχθύων, Ὀδ. Δ. 369, Ἡρόδ. 2. 70, κτλ.· τὸ ἄγκιστρον ἀτράκτου· Πλάτ. Πολ. 616C.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
crochet d’hameçon, hameçon.
Étymologie: ἄγκος.