ἀγύμναστος
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
English (LSJ)
ον,
A unexercised, untrained, ἵπποι X.Cyr.8.1.38, cf. Arist.Pr.888a23; ἀ. τοῖς σώμασιν Plu.Arat.47: metaph., undisciplined, φαντασίαι Stoic.2.39. 2 unpractised, τινός in a thing, E.Ba.491, X.Cyr.1.6.29, Pl., etc.; also εἴς or πρός τι Pl.Lg.731b, 816a; περί τι Plu.2.802d, Gal.8.608; ἐν λόγοις Phld.Rh.1.189 S.: c. inf., Muson.Fr.6p.23H. 3 unharassed, S.Tr.1083; οὐδ' ἀγύμναστον πλάνοις E.Hel.533; πόνοις οὐκ ἀγύμναστος φρένας Id.Fr.344. II Adv. ἀγυμνάστως, ἔχειν πρός τι X.Mem.2.1.6.
German (Pape)
[Seite 25] ungeübt, ἀγώνων, in Kämpfen, Plat. Legg. I, 647 d; πόνων Rep. X, 619 d; τούτων Xen. Cvr. 1, 6, 29; πρὸς τὸ σωφρονεῖν Plat. Legg. VII, 816 a. – Eur. ἀγ. πλάνοις, in und durch, Hel. 341. Uebertr. νόσῳ ἀγ., nicht gequält, Soph. Tr. 1073. – Oft bei Plut. u. Sp. – Adv. ἀγυμνάστως, z. B. ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 2, 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγύμναστος: -ον, (γυμνάζω) ὁ μὴ γεγυμνασμένος, μὴ ἠσκημένος· Ἵπποι, Ξεν. Κυρ. 8. 1, 38. πρβλ. Ἀριστ. Πρβλ. 8.10· ἀγ. τῷ σώματι, Πλουτ. Ἄρατ. 47. 2) τινός· = μὴ γεγυμνασμένος εἴς τι, ἄπειρος. Εὐρ. Βάκχ. 491, Ξεν. Κυρ. 1. 6. 29, Πλάτ., κτλ.· «ὡσαύτως εἰς ἢ πρός τι, Πλάτ. Νόμ. 731 Α. 816 Α· περί τι, Πλούτ. 2, 802 D. 3) ἀνενόχλητος, Σοφ. Τρ. 1083· οὐδ’ ἀγύμναστον πλάνοις, Εὐρ. Ἑλ. 533· οὐκ ἀγύμναστος πόνοις φρένας, ό αὐτ. Ἀποσπ. 335. ΙΙ. Ἐπίρρ., ἀγυμνάστως ἔχειν πρός τι, Ξεν. Ἀπομν. 2.1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non exercé ; sans expérience, sans habitude de, gén.;
2 non fatigué.
Étymologie: ἀ, γυμνάζω.